- μπογάζι
- τό1) пролив; 2) ветер с пролива; 3) горный проход, ущелье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπογάζι — και μπουγάζι, το (Μ μπογάζι και μπουγάζι) στενή θαλάσσια δίοδος, στενός πορθμός νεοελλ. 1. στενή διάβαση μεταξύ ορέων ή υψωμάτων, αλλ. δερβένι 2. συνεκδ. ρεύμα αέρα που σχηματίζεται από τέτοιες διαμορφώσεις τού εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… … Dictionary of Greek
μπουγάζι — και μπογάζι, το (Μ μπουγάζι) βλ. μπογάζι … Dictionary of Greek
μπογαζάρω — και μπουγαζάρω [μπογάζι] εισπλέω σε μπουγάζι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
Ψέριμος — Μικρό νησί της Δωδεκανήσου, που βρίσκεται ανάμεσα στην Κάλυμνο και στην Κω. Έχει σχήμα στενόμακρο με μεγαλύτερο μήκος 6,5 χλμ., πλάτος 4 χλμ. και ύψος 300 μ. Η θαλάσσια περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στο νησί και στη βόρεια παραλία της Κω… … Dictionary of Greek
bogaz — bogáz, bogázuri, s.n. (înv.) canal, gură de râu. Trimis de blaurb, 07.03.2009. Sursa: DAR bogáz ( zuri), s.n. – Strîmtoare, canal. var. bo(h)az, buaz. tc. buǵaz (Şeineanu, III, 19; Lokotsch 323), de unde şi ngr. μπογάζι, bg. bo(g)az … Dicționar Român